aimé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aimé | aimés |
θηλυκό | aimée | aimées |
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]aimé (fr)
Μετοχή
[επεξεργασία]aimé (fr)
- μετοχή αορίστου του ρήματος aimer: αγαπημένος