air force
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
air force | air forces |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]air force (en)
- η πολεμική αεροπορία
- ⮡ an air force officer/an officer in the air force - αξιωματικός της αεροπορίας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
air force στην αγγλική Βικιπαίδεια