akceliĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα akceliĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας akceliĝas akceliĝanta akceliĝata
αόριστος akceliĝis akceliĝinta akceliĝita
μέλλοντας akceliĝos akceliĝonta akceliĝota
υποθετική akceliĝus - -
προστακτική akceliĝu - -

akceliĝi (eo)