akordiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα akordiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας akordiĝas akordiĝanta akordiĝata
αόριστος akordiĝis akordiĝinta akordiĝita
μέλλοντας akordiĝos akordiĝonta akordiĝota
υποθετική akordiĝus - -
προστακτική akordiĝu - -

akordiĝi (eo)