akordigi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα akordigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας akordigas akordiganta akordigata
αόριστος akordigis akordiginta akordigita
μέλλοντας akordigos akordigonta akordigota
υποθετική akordigus - -
προστακτική akordigu - -

akordigi (eo)

  1. κουρδίζω
  2. συμφιλιώνω