akreco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akreco | akrecoj |
αιτιατική | akrecon | akrecojn |
akreco (eo)
- η αιχμηρότητα, η δριμύτητα