akriĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα akriĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας akriĝas akriĝanta akriĝata
αόριστος akriĝis akriĝinta akriĝita
μέλλοντας akriĝos akriĝonta akriĝota
υποθετική akriĝus - -
προστακτική akriĝu - -

akriĝi (eo)