akrobataĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akrobataĵo | akrobataĵoj |
αιτιατική | akrobataĵon | akrobataĵojn |
akrobataĵo (eo)
- ακροβατικό, επικίνδυνη ακροβασία
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- akrobatajho στο H-sistemo
- akrobatajxo στο X-sistemo