aktinomiceto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- aktinomiceto < aktinomicet- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aktinomiceto | aktinomicetoj |
αιτιατική | aktinomiceton | aktinomicetojn |
aktinomiceto (eo)