aktualizacja

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική aktualizacja aktualizacje
γενική aktualizacji aktualizacji(/aktualizacyj)
δοτική aktualizacji aktualizacjom
αιτιατική aktualizac aktualizacje
οργανική aktualizac aktualizacjami
τοπική aktualizacji aktualizacjach
κλητική aktualizacjo aktualizacje

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

aktualizacja (pl) θηλυκό