akuŝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝo | akuŝoj |
αιτιατική | akuŝon | akuŝojn |
akuŝo (eo)
- η γέννα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝo | akuŝoj |
αιτιατική | akuŝon | akuŝojn |
akuŝo (eo)