akuteco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

akuteco < akut- + -ec- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική akuteco akutecoj
αιτιατική akutecon akutecojn

akuteco (eo)

  • η ιδιότητα του οξύς (για γωνίες, κλπ.)