alŝuti

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

alŝuti < al + ŝuti

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα alŝuti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας alŝutas alŝutanta alŝutata
αόριστος alŝutis alŝutinta alŝutita
μέλλοντας alŝutos alŝutonta alŝutota
υποθετική alŝutus - -
προστακτική alŝutu - -

alŝuti (eo)

  1. προσθέτω κάτι χύνοντάς το μέσα σε κάτι άλλο
  2. (πληροφορική) φορτώνω, ανεβάζω
     αντώνυμα: elŝuti

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

alsxuti, alshuti, als'uti