alcohol
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
alcohol (en)
- αλκοόλ, οινόπνευμα
- αλκοόλη
- (ποτά) ποτό οινοπνευματώδες
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
alcohol | alcoholes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
alcohol (es) αρσενικό
- αλκοόλ, οινόπνευμα
- αλκοόλη
- (ποτά) ποτό οινοπνευματώδες