alcolo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
alcolo | alcolos |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
alcolo (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (οικείο) αλκοολικός
ενικός | πληθυντικός |
alcolo | alcolos |
alcolo (fr) αρσενικό ή θηλυκό