alcove

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]

/ˈælkəʊv/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
  1. μικρή εσοχή σε δωμάτιο, κόγχη (ή μεταφορική χρήση αλλού)
  2. κοίλωμα σε βράχο