aldo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aldo | aldoj |
αιτιατική | aldon | aldojn |
aldo (eo)
![]() |
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aldo | aldoj |
αιτιατική | aldon | aldojn |
aldo (eo)