aldo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aldo | aldoj |
αιτιατική | aldon | aldojn |
aldo (eo)
Δείτε επίσης : Aldo |
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aldo | aldoj |
αιτιατική | aldon | aldojn |
aldo (eo)