aldonaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aldonaĵo | aldonaĵoj |
αιτιατική | aldonaĵon | aldonaĵojn |
aldonaĵo (eo)
- η προσθήκη