aldoniĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

aldoniĝi < al + don- + -iĝ- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα aldoniĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας aldoniĝas aldoniĝanta aldoniĝata
αόριστος aldoniĝis aldoniĝinta aldoniĝita
μέλλοντας aldoniĝos aldoniĝonta aldoniĝota
υποθετική aldoniĝus - -
προστακτική aldoniĝu - -

aldoniĝi (eo)