aldono
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aldono | aldonoj |
αιτιατική | aldonon | aldonojn |
aldono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aldono | aldonoj |
αιτιατική | aldonon | aldonojn |
aldono (eo)