Μετάβαση στο περιεχόμενο

alexandrin

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
alexandrin < λατινική alexandrinus

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό alexandrin alexandrins
θηλυκό alexandrine alexandrines

alexandrin (fr) αρσενικό

  1. σχετικός με την Αλεξάνδρεια και τον ελληνιστικό πολιτισμό, αλεξανδρινός
  2. (κατ’ επέκταση) υπερβολικής λεπτότητας
    une discussion alexandrine - μια συζήτηση υπερβολικής λεπτότητας/επιδεξιότητας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
alexandrin alexandrins

alexandrin (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]