aliĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aliĝo | aliĝoj |
αιτιατική | aliĝon | aliĝojn |
aliĝo (eo)
- συνδρομή (σε εφημερίδα, περιοδικό, κλπ.)