aliancano
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- aliancano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aliancano | aliancanoj |
αιτιατική | aliancanon | aliancanojn |
aliancano (eo)
- ο σύμμαχος