alianciĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα alianciĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας alianciĝas alianciĝanta alianciĝata
αόριστος alianciĝis alianciĝinta alianciĝita
μέλλοντας alianciĝos alianciĝonta alianciĝota
υποθετική alianciĝus - -
προστακτική alianciĝu - -

alianciĝi (eo)