aligator
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aligator (ro) αρσενικό
- (ερπετό) ο αλιγάτορας
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του aligator
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un aligator | aligatorul | nişte aligatori | aligatorii |
γενική | a unui aligator | aligatorului | a unor aligatori | aligatorilor |
δοτική | unui aligator | aligatorului | unor aligatori | aligatorilor |
αιτιατική | un aligator | aligatorul | nişte aligatori | aligatorii |
κλητική | — | - | — | - |
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aligator (sr)
- λατινική γραφή του алигатор