alignement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
alignement alignements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alignement (fr) αρσενικό

  1. η παράθεση
  2. η ευθυγράμμιση
  3. η στοίχιση

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη aligner