alignement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
alignement | alignements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
alignement (fr) αρσενικό
- η παράθεση
- η ευθυγράμμιση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη aligner