alignement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
alignement alignements

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

alignement (fr) αρσενικό

  1. η παράθεση
  2. η ευθυγράμμιση

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη aligner