all

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: áll, ALL

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Αντωνυμία[επεξεργασία]

all (en)

  1. όσος, ολόκληρο το ποσό
    I gave him all he asked for.
    Του έδωσα όσα ζήτησε.
    I lost all I had.
    Όσα είχα τα 'χασα.
  2. το μόνο που
    All (that) I know/I want/I can say is…
    Το μόνο που ξέρω/θέλω/μπορώ να πω…

Προσδιοριστής[επεξεργασία]

all (en)

  • όλος, χρησιμοποιείται με ουσιαστικά στον ενικό που δείχνουν ότι κάτι συμβαίνει για μια ολόκληρη χρονική περίοδο
    Where have you been all day?
    Που γυρίζεις όλη την ημέρα;

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
 

Επίθετο[επεξεργασία]

all (de)



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

all (ca)