allégation
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.le.ɡa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
allégation | allégations |
allégation (fr) θηλυκό
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
allégation | allégations |
allégation (fr) θηλυκό