allégresse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- allégresse < allègre
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
allégresse | allégresses |
allégresse (fr) θηλυκό