allaitement
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| allaitement | allaitements |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]allaitement (fr) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη allaiter
| ενικός | πληθυντικός |
| allaitement | allaitements |
allaitement (fr) αρσενικό