Μετάβαση στο περιεχόμενο

allegedly

Από Βικιλεξικό

Επίρρημα

[επεξεργασία]

allegedly (en)

  1. σύμφωνα με τους ισχυρισμούς κάποιου
    the suspect allegedly killed his wife - ο ύποπτος φέρεται ότι σκότωσε τη γυναίκα του
  2. δήθεν