allegiance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
allegiance (en)
- πίστη, αφοσίωση· το να μένεις πιστός σε κάποιο σκοπό, έθνος ή ηγέτη
- ※ Thought love at first sight was just a false pretense
Took my hat off, made me pledge allegiance
Everything was in divine sequence- Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Running Over, (2020) Τζάστιν Μπίμπερ
- ※ Thought love at first sight was just a false pretense