allergen
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
allergen | allergens |
allergen (en)
- (ιατρική) το αλλεργιογόνο
- ⮡ For allergens, see ingredients in bold.
- Για αλλεργιογόνα, βλέπε συστατικά με έντονο χρώμα.
- ⮡ For allergens, see ingredients in bold.