alleviate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας alleviate
γ΄ ενικό ενεστώτα alleviates
αόριστος alleviated
παθητική μετοχή alleviated
ενεργητική μετοχή alleviating

Ρήμα[επεξεργασία]

alleviate (en)