allongé
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | allongé | allongés |
θηλυκό | allongée | allongées |
Επίθετο
[επεξεργασία]allongé (fr)
- επιμήκης
- ξαπλωμένος
- (για καφέ) στον οποίο έχει προστεθεί λίγο νερό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη allonger