Μετάβαση στο περιεχόμενο

allongement

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
allongement allongements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

allongement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη allonger