almozpetanto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | almozpetanto | almozpetantoj |
αιτιατική | almozpetanton | almozpetantojn |
almozpetanto (eo)
- η ζητιανιά