alonĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alonĝo | alonĝoj |
αιτιατική | alonĝon | alonĝojn |
alonĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alonĝo | alonĝoj |
αιτιατική | alonĝon | alonĝojn |
alonĝo (eo)