Μετάβαση στο περιεχόμενο

alouette

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
alouette alouettes

alouette (fr) θηλυκό