alrernated

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

alrernated (en)

  • αόριστος και παθητική μετοχή του alternate