alteco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

alteco < alt + -ec- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

alteco (eo)

  1. το υψόμετρο
  2. το ύψος
    unumetra alteco - ύψος ενός μέτρου