alteniĝaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alteniĝaĵo | alteniĝaĵoj |
αιτιατική | alteniĝaĵon | alteniĝaĵojn |
alteniĝaĵo (eo)
- συγκολλητικό υλικό, κολλητική ταινία
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- altenighajho στο H-sistemo
- altenigxajxo στο X-sistemo