alter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

alter < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɔl.tə(ɹ)/

Ρήμα[επεξεργασία]

alter (en)

  1. (μεταβατικό) Αλλάζω τη μορφή ή τη δομή.
  2. (αμετάβατο) Μεταλλάσσομαι, γίνομαι διαφορετικός.
  3. (μεταβατικό) Μεταποιώ τα ενδύματα ώστε να ταιριάζουν στο σώμα.
  4. (μεταβατικό) Ευνουχίζω ένα ζώο.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

alter (en)

  1. → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)



Δανικά (da)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

alter (da)



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

alter < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *hélteros

Αντωνυμία[επεξεργασία]

alter (αόριστη αντωνυμία ή αντωνυμικό επίθετο)

  1. άλλος

Κλίση[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική alter altera alterum alterī alterae altera
γενική alterīus alterīus alterīus alterōrum alterārum alterōrum
δοτική alterī alterī alterī alterīs alterīs alterīs
αιτιατική alterum alteram alterum alterōs alterās altera
κλητική - - - - - -
αφαιρετική alterō alterā alterō alterīs alterīs alterīs
(Αντωνυμίες)(Αντωνυμικά επίθετα)



Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

alter (no)