alter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- alter < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
alter (en)
- (μεταβατικό) Αλλάζω τη μορφή ή τη δομή.
- (αμετάβατο) Μεταλλάσσομαι, γίνομαι διαφορετικός.
- (μεταβατικό) Μεταποιώ τα ενδύματα ώστε να ταιριάζουν στο σώμα.
- (μεταβατικό) Ευνουχίζω ένα ζώο.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
alter (en)
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
alter (da)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- alter < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *hélteros
Αντωνυμία[επεξεργασία]
alter (αόριστη αντωνυμία ή αντωνυμικό επίθετο)
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | alter | altera | alterum | alterī | alterae | altera |
γενική | alterīus | alterīus | alterīus | alterōrum | alterārum | alterōrum |
δοτική | alterī | alterī | alterī | alterīs | alterīs | alterīs |
αιτιατική | alterum | alteram | alterum | alterōs | alterās | altera |
κλητική | - | - | - | - | - | - |
αφαιρετική | alterō | alterā | alterō | alterīs | alterīs | alterīs |
Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
alter (no)
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Ελλείποντες ορισμοί (αγγλικά)
- Δανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (δανικά)
- Θρησκεία (δανικά)
- Λατινική γλώσσα
- Αντωνυμίες (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Νορβηγική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νορβηγικά)
- Θρησκεία (νορβηγικά)