Μετάβαση στο περιεχόμενο

alteration

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: altération
      ενικός         πληθυντικός  
alteration alterations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alteration (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]