alteration
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
alteration | alterations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
alteration (en)
- η αλλοίωση
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
alteration | alterations |
alteration (en)