altercation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]altercation (en)
- ο διαπληκτισμός, καβγάς σε δημόσιο μέρος
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /al.tɛʁ.ka.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
altercation | altercations |
altercation (fr) θηλυκό
- ο διαπληκτισμός, η αντέγκληση, η λογομαχία