Μετάβαση στο περιεχόμενο

alternance

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alternance (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
alternance alternances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alternance (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη alterner