alternat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
alternat | alternats |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
alternat (fr) αρσενικό
- η εναλλάξ κυκλοφορία οχημάτων ή πληροφοριών
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη alterner