alterne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: alterné

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
alterne alternes

Επίθετο[επεξεργασία]

alterne (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (βοτανική) εναλλασσόμενος (λέγεται για φύλλα που βρίσκονται εναλλάξ πάνω στον ίδιο μίσχο
  2. {(γεωμετρία) λέγεται για τις εντός εναλλάξ γωνίες που σχηματίζονται από δύο παράλληλες ευθείες που τέμνονται από μια τρίτη

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη alterner