altometro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | altometro | altometroj |
αιτιατική | altometron | altometrojn |
altometro (eo)
- όργανο μέτρησης του υψομέτρου