alumelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
alumelle | alumelles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
alumelle (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η κόψη ενός μαχαιριού ή ξίφους
ενικός | πληθυντικός |
alumelle | alumelles |
alumelle (fr) θηλυκό